- τυπωδέστερον
- τυπώδηςlike an outlineadverbial compτυπώδηςlike an outlinemasc acc comp sgτυπώδηςlike an outlineneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυπώδης — ῶδες, Α [τύπος] όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός. επίρρ... τυπωδῶς Α 1. περιληπτικά, συνοπτικά 2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.) … Dictionary of Greek